φαλαινόπτερος

φαλαινόπτερος
ο, Ν
ζωολ. το είδος φάλαινας Balaenoptera musculus, η περίφημη μπλε φάλαινα, ο γίγας τών ζώων, που φθάνει σε μήκος τα 30 μέτρα και σε βάρος τους 130 και πλέον τόννους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. balaenoptera < balaeno- (< λατ. balaena «φάλαινα») + -ptera < πτερόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαλαινοπτερίδες — (Balaenopteridae). Οικογένεια κητωδών θηλαστικών της υπόταξης των μυστακοκητωδών. Οι φ. ξεχωρίζουν από τις άλλες φάλαινες γιατί έχουν ραχιαίο πτερύγιο, αυλακώσεις στην κοιλιακή χώρα και οι εφτά τραχηλικοί σπόνδυλοί τους δεν είναι ενωμένοι μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”